στυλόδους

στυλόδους
ο, Ν
(παλαιοντ.) γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών που έχουν εκλείψει και τών οποίων τα δόντια έφεραν τρεις προεξοχές διατεταγμένες σε σχήμα τριγώνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμβλοθηρηίνες — (amblotheriinae). Επιστημονική ονομασία μιας υποοικογένειας θηλαστικών που έχει εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανά τους βρέθηκαν στη Βόρεια Αμερική και στη Μεγάλη Βρετανία σε στρώματα που τοποθετούνται χρονικά στην άνω ιουράσιο περίοδο. Από τα πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”